τετράσημος

τετράσημος
Στη μετρική και στην ποίηση ο πόδας, ο οποίος σημειώνεται από 4 σημεία. Σημεία είναι τα ελάχιστα μέρη, στα οποία διαιρείται στη μουσική ο χρόνος. Το ελάχιστο χρονικό μέρος, που είναι αισθητό στην ακοή μας, είναι η βραχεία συλλαβή (υ). Αυτή λαμβάνεται ως μονάδα και μέτρο του ρυθμού και βάση των ποδών. Ονομάζεται επίσης και σημείο. Τ. πόδες στην ελληνική ποίηση είναι: α) ο δάκτυλος ( υυ), ο οποίος αποτελείται από μια μακρά και δύο βραχείες συλλαβές. Η μακρά ονομάζεται θέση του πόδα και οι βραχείες, άρση. β) ο ανάπαιστος (υυ ), ο οποίος αποτελείται από δύο βραχείες και μια μακρά. Είναι ισοδύναμος με τον δάκτυλο ως τετράσημος, αλλά αντίθετος από αυτόν, γιατί στον δάκτυλο προηγείται η θέση και ακολουθεί η άρση, ενώ στον ανάπαιστο προηγείται η άρση και ακολουθεί η θέση. Αν οι δύο βραχείες συλλαβές του καθενός συναιρεθούν σε μια μακρά, έχουμε τότε τον σπονδείο ( -), του οποίου οι δύο μακρές ισοδυναμούν με τέσσερις βραχείες. Και αυτός είναι λοιπόν τ. Αν αναλυθεί η μακρά συλλαβή του ανάπαιστου, τότε γεννιέται ο προκελευσματικός (υυυύ), ο οποίος επίσης είναι τ. ή τετράχρονος.
* * *
-η, -ο / τετράσημος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που αποτελείται από τέσσερεις πρώτους χρόνους ή τέσσερα σημεία
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο τετράσημος
μετρικός πόδας που αποτελείται από τέσσερα σημεία, δηλαδή βραχείες συλλαβές, χωρισμένες ή ενωμένες σε μακρές, όπως π.χ. ο πους -υυ, αλλ. τετράχρονος
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράσημο
μουσ. το τετραμερές μέτρο ή ο τετραμερής ρυθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -σημος (< σῆμα), πρβλ. δί-σημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τετράσημος — of four time units masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράσημον — τετράσημος of four time units masc/fem acc sg τετράσημος of four time units neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασήμου — τετράσημος of four time units masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασήμους — τετράσημος of four time units masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασήμων — τετράσημος of four time units masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρασήμῳ — τετράσημος of four time units masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράσημοι — τετράσημος of four time units masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδείος — Μετρικός τετράσημος πόδας, της αρχαίας ελληνικής στιχουργικής που αποτελείται από δύο μακρούς χρόνους ( ), από τους οποίους ο ένας προέρχεται από συναίρεση των συλλαβών (βραχείες) του δακτύλου ( υυ) ) ή του ανάπαιστου (υυ ) ). * * * ο / σπονδεῑος …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • άλογοι χρόνοι — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία ελληνική μετρική οι χρόνοι των οποίων το μέγεθος οριζόταν με κλάσματα του πρώτου χρόνου και όχι με ακέραιους αριθμούς όπως γινόταν με τους ρητούς χρόνους (πρώτος, δίσημος, τρίσημος, τετράσημος και κάθε χρόνος που, ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”